διδυμότης
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
-ητος, ἡ, duality, Pl.Phlb. 57d, Aristid.Quint.2.26, Gal. UP8.10.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
duplicidad ref. a la que subyace bajo ciertas ciencias τὴν διδυμότητα ἔχουσαι ταύτην, ὀνόματος δὲ ἑνός κεκοινωμέναι Pl.Phlb.57d, δ. τῆς πεπρωμένης Aristid.Quint.132.26, de órganos o partes del cuerpo humano, Gal.3.663
•forma doble, desdoblamiento τίνος δὲ τήν τινων φύλλων διδυμότητα; Alex.Aphr.Fat.23.
German (Pape)
[Seite 616] ἡ, das Doppeltsein, Zwiefachheit, Plat. Phil. 57 d u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμότης: ητος ἡ двойственность, парность Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμότης: -ητος, ἡ, δυάς, Πλάτ. Φιλήβ. 57D, Γαλην. 4. 497.