διού
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
Full diacritics: διού | Medium diacritics: διού | Low diacritics: διου | Capitals: ΔΙΟΥ |
Transliteration A: dioú | Transliteration B: diou | Transliteration C: diou | Beta Code: diou/ |
Boeot., = δύο, IG7.3193.
v. δύω.
(Μ διού)
1. επειδή, διότι
2. γι' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)· + γεν. ου του ουδ. της αναφορ. αντωνυμ. ος].