διπλοπροσωπία
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του διπλοπρόσωπου, διπροσωπία, ανειλικρίνεια
2. το να παρουσιάζεται κάποιος με δεύτερη πλαστή ταυτότητα για να εξαπατήσει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].