διπλοπροσωπία
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του διπλοπρόσωπου, διπροσωπία, ανειλικρίνεια
2. το να παρουσιάζεται κάποιος με δεύτερη πλαστή ταυτότητα για να εξαπατήσει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].