διόπαι

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 634] αἱ, eine Art Ohrgehänge, wohl von δίοπος, Ar. bei Poll. 7, 95.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
sorte de pendants d'oreilles.
Étymologie: δίοπος².
Syn. ἄρτημα, ἕλιξ², ἐλλόβιον, ἕρμα².

Spanish (DGE)

-ῶν, αἱ
1 pendientes o zarcillos διόπας, διάλιθον, πλάστρα, μαλάκιον, βότρυς Ar.Fr.332.10, διοπῶν δύο ζεύγɛ̄ IG 22.1388.76 (IV a.C.), δακτύλιοι καὶ διόπαι καὶ ἐνῴδια ID 104.51 (IV a.C.), cf. Hsch.
2 un tipo de sandalias Hsch.

Russian (Dvoretsky)

διόπαι: αἱ ушные подвески, серьги Arph.