δοκιμαστέος
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
α, ον,
A to be approved after scrutiny, Luc.Eun.8.
II impers., δοκιμαστέον, one must approve after scrutiny, Lys.21.25, Epicur.Sent.Vat. 28, Plu.2.3d, Max.Tyr.7.9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser sometido a examen διὰ τοῦτο δ. ἐστίν; Lys.31.25, εἰ δ. εὐνοῦχος ἐπὶ φιλοσοφίαν παραγγέλλων Luc.Eun.8, ὅρος Gal.9.586.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de δοκιμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ ἐξετάσῃ τις, Λουκ. Εὐν. 8. ΙΙ. ἀπροσ. δοκιμαστέον, πρέπει τις νὰ ἐξετάσῃ, Λυσ. 189. 11.