δοξομανία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, mad thirst for fame, Plu.Sull. 7.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
deseo loco de alcanzar fama ὑπὸ δοξομανίας καὶ φιλοτιμίας Plu.Sull.7, cf. Tat.Orat.11, Clem.Al.Paed.2.12.125, Basil.Spir.76.32.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, rasende Ruhmsucht, Plut. Sull. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
folle passion pour la gloire.
Étymologie: δοξομανής.
Greek Monolingual
η (AM δοξομανία)
υπερβολική φιλοδοξία, μεγαλομανία.
Greek Monotonic
δοξομᾰνία: ἡ, διακαής πόθος για δόξα και φήμη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δοξομᾰνία: ἡ безумная жажда славы, бешеное честолюбие Plut.
Middle Liddell
δοξομᾰνία, ἡ, [from δοξομᾰνής] n
mad desire for fame, Plut.
Portuguese
Wikipedia DE
Doxomanie (von altgriechisch δόξα = „Ruhm, Ehre“ und μανία <maníā> = „Raserei, Wut, Wahnsinn“) bezeichnet Ruhmsucht oder Ruhmbegierde.