δορυφορικός
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
δορυφορική, δορυφορικόν, of or for the guard, οἴκησις Pl.Ti.70b, Criti. 117c; δ. σημεῖα, = Lat. signa praetoria, standards of the praetorian guard, D.C.60.35; τὸ δ. the guard, Id.42.52.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de la guardia οἴκησις Pl.Ti.70b, cf. Criti.117c, Longin.32.5, δορυφορικὰ σημεῖα trad. de lat. signa praetoria, estandartes de la guardia pretoriana D.C.60.35.1
•subst. τὸ δ. guardia personal Luc.Gall.24, D.C.42.52.3, 77.24.1.
German (Pape)
[Seite 660] ή, όν, zur Leibwache gehörig; οἴκησις Plat. Tim. 70 b, u. Sp.; τὸ δ., die Leibwache, Luc. Gall. 24; Dio O. 42, 52, öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la garde d'un prince.
Étymologie: δορυφόρος.
Russian (Dvoretsky)
δορυφορικός: телохранительский, предназначенный для охраны: ἡ δορυφορικὴ οἴκησις Plat. сторожевой пост.
Greek (Liddell-Scott)
δορῠφορικός: ἠ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δορυφόρους, οἴκησις Πλάτ. Τιμ. 70Β, Κριτί. 117C· ― τὸ δ., οἱ φύλακες, Δίων Κ. 42. 52.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δορυφορικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δορυφόρους
νεοελλ.
αυτός που έχει χαρακτήρα δορυφόρου, δουλοπρεπής.