δορυφορικός

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῠφορικός Medium diacritics: δορυφορικός Low diacritics: δορυφορικός Capitals: ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: doryphorikós Transliteration B: doryphorikos Transliteration C: doryforikos Beta Code: doruforiko/s

English (LSJ)

δορυφορική, δορυφορικόν, of or for the guard, οἴκησις Pl.Ti.70b, Criti. 117c; δ. σημεῖα, = Lat. signa praetoria, standards of the praetorian guard, D.C.60.35; τὸ δ. the guard, Id.42.52.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de la guardia οἴκησις Pl.Ti.70b, cf. Criti.117c, Longin.32.5, δορυφορικὰ σημεῖα trad. de lat. signa praetoria, estandartes de la guardia pretoriana D.C.60.35.1
subst. τὸ δ. guardia personal Luc.Gall.24, D.C.42.52.3, 77.24.1.

German (Pape)

[Seite 660] ή, όν, zur Leibwache gehörig; οἴκησις Plat. Tim. 70 b, u. Sp.; τὸ δ., die Leibwache, Luc. Gall. 24; Dio O. 42, 52, öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la garde d'un prince.
Étymologie: δορυφόρος.

Russian (Dvoretsky)

δορυφορικός: телохранительский, предназначенный для охраны: ἡ δορυφορικὴ οἴκησις Plat. сторожевой пост.

Greek (Liddell-Scott)

δορῠφορικός: ἠ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δορυφόρους, οἴκησις Πλάτ. Τιμ. 70Β, Κριτί. 117C· ― τὸ δ., οἱ φύλακες, Δίων Κ. 42. 52.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δορυφορικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δορυφόρους
νεοελλ.
αυτός που έχει χαρακτήρα δορυφόρου, δουλοπρεπής.