δούριος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
α, ον, = δούρειος, Ar.Av.1128.
German (Pape)
[Seite 663] poet. = δούρειος; ἵππος Ar. Av. 1128; Lucill. 95 (XI, 259); auch D. Hal. 1, 46.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. δούρειος.
Russian (Dvoretsky)
δούριος: Arph., Anth. = δουράτεος.
Greek (Liddell-Scott)
δούριος: -α, -ον, =δούρειος, ὅ ἴδε ἐν λ. δουράτεος.
Greek Monolingual
βλ. δούρειος.
Greek Monotonic
δούριος: -α, -ον, = δούρειος, σε Αριστοφ.