δρίμες

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

οι και δρίματα, τα
1. δαιμονικά όντα που καταστρέφουν τα ρούχα, κάνουν κακό σε όσους λούζονται, κόβουν τ' αμπέλια κ.λπ.
2. οι έξι πρώτες ημέρες του Αυγούστου, για τις οποίες υπάρχει η λαϊκή πίστη ότι πρέπει να αποφεύγει κάποιος την επαφή με το νερό γιατί είναι ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) δρίμαι «κρύο» < δριμύς.