δυνητικός

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνητικός Medium diacritics: δυνητικός Low diacritics: δυνητικός Capitals: ΔΥΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynētikós Transliteration B: dynētikos Transliteration C: dynitikos Beta Code: dunhtiko/s

English (LSJ)

δυνητική, δυνητικόν, potential, of the particle ἄν, κεν, A.D.Synt.205.5, 265.15, cf. Sch.E.Or.379.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
gram. potencial de la partícula ἄν A.D.Synt.205.6, Sch.E.Or.379D., AB 126.11, de las partículas ἄν y κέν Sch.D.T.292.6, cf. A.D.Synt.265.15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de gramm. qui marque la possibilité, potentiel.
Étymologie: δύναμαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυνητικός, -ή, -όν)
αυτός που εκφράζει το δυνατό, τη δυνατότητα ή πιθανότητα.

Russian (Dvoretsky)

δυνητικός: грам. выражающий возможность, потенциальный (συνδεσμός, напр. частица ἄν).

German (Pape)

σύνδεσμος, potentialis; Schol. Theocr. 1.4.