δυνητικός
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
δυνητική, δυνητικόν, potential, of the particle ἄν, κεν, A.D.Synt.205.5, 265.15, cf. Sch.E.Or.379.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
gram. potencial de la partícula ἄν A.D.Synt.205.6, Sch.E.Or.379D., AB 126.11, de las partículas ἄν y κέν Sch.D.T.292.6, cf. A.D.Synt.265.15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
t. de gramm. qui marque la possibilité, potentiel.
Étymologie: δύναμαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυνητικός, -ή, -όν)
αυτός που εκφράζει το δυνατό, τη δυνατότητα ή πιθανότητα.
Russian (Dvoretsky)
δυνητικός: грам. выражающий возможность, потенциальный (συνδεσμός, напр. частица ἄν).
German (Pape)
σύνδεσμος, potentialis; Schol. Theocr. 1.4.