δυσεξίτητος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
δυσεξίτητον, = δυσέξιτος (hard to get out of), Hsch., EM 238.42.
Spanish (DGE)
-ον
1 de donde es difícil salir, sin salida ἐν κρημνοῖς καὶ φάραγξι δυσεξιτήτοις D.S.30.10, κατοχή Herenn.Phil.Hist.2.41, ἡ δ. τῶν κατὰ γῆς ὑδάτων ... ἔγκλεισις el confinamiento sin salida de las aguas subterráneas motivo de seismos, Eust.695.36, ref. al Hades, Eust.940.4, κατασκευαί EM 238.42G.
•fig. χρῆμα Cyr.Al.M.68.241A, cf. 69.473A.
2 difícil de tratar o curar Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξίτητος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξίτητος: v.l. δυσέξῐτος 2 из которого трудно выйти (στόμα κόλπου Diod.).
German (Pape)
= δυσέξιτος, Vetera Lexica.