δυσκάτακτος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
δυσκάτακτον, hard to break, Thphr. HP 3.7.4, Dsc.3.22, Apollod.Poliorc.139.8.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de romper de frutos y partes de plantas, Thphr.HP 3.7.4, Dsc.3.22.2, Ael.Dion.α 63, μηχανήματα Apollod.Poliorc.139.8.
German (Pape)
[Seite 682] dasselbe, Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκάτακτος: -ον, = δυσκόλως καταγνύμενος, δυσκατάκλαστος, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 7, 4.