δύστομος
English (LSJ)
(A), ον, (στόμα)
A hard-mouthed, of a horse, ἱππείη APl.4.361, Hippiatr.Praef.
II hard to pronounce, συλλαβή Phld.Po.2.15.
(B), ον, (τέμνω)
A hard to cut, Thphr.HP3.14.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. δυσστ- Hippiatr.1.10
1 de mal augurio prob. de palabras, A.Fr.132b.7.
2 difícil de pronunciar συλλαβή Phld.Po.1.104.4.
3 de boca dura, que no acepta el freno δ. ἱππείη ... γένυς AP 16.361, ἵππος ... δ. καὶ δυσγάργαλος Hippiatr.l.c.
-ον
difícil de cortar una planta ξηρὸν δὲ δ. Thphr.HP 3.14.1, de árboles διὰ τὴν σκληρότητα Thphr.HP 5.1.3.
German (Pape)
[Seite 689] hartmäulig, γένυς ἱππείη Athlet. stat. 32 (Plan. 361). schwer zu zerschneiden.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui a la bouche dure en parl. d'un cheval.
Étymologie: δυσ-, στόμα.
2ος, ον :
difficile à couper.
Étymologie: δυσ-, τέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
δύστομος: -ον, (στόμα) δυσπειθὲς ἔχων τὸ στόμα, ἐπὶ ἵππου, Ἀνθ. Πλαν. 361.
Greek Monolingual
(I)
δύστομος, -ον (Α)
(για ίππο) αυτός που έχει ατιθάσευτο στόμα, απείθαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + στόμα.
(II)
δύστομος, -ον (Α)
αυτός που κόβεται δύσκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -τομος < τέμνω.
Greek Monotonic
δύστομος: -ον (δυσ-, στόμα), αυτός που μιλά άσχημα, κακολόγος, κακόστομος, σε Ανθ.