εδαφικός

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐδαφικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη, στο έδαφος (α. «εδαφικό ζήτημα» ή «εδαφικές διεκδικήσεις» — διαφωνία ή διεκδικήσεις που έχουν σχέση με την κυριότητα εκτάσεων ή περιοχών
β. «εδαφική μορφολογία» — η μορφολογία του εδάφους, η μελέτη και περιγραφή ή αποτύπωση τών τρισδιάστατων σχηματισμών του εδάφους)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στους αγρούς.