εισδίδωμι

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

εἰσδίδωμι (Α)
1. (για ποτάμια) εκβάλλω
2. δίνω έκθεση ή υπόμνημα
3. (για ζήτημα) φέρομαι για συζήτηση
4. προτείνω κατάλληλο πρόσωπο για κάποιο έργο
5. δίνω πληροφορίες εναντίον κάποιου
6. πληροφορώ, ειδοποιώ
7. πληρώνω.