οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
ἐκλαγχάνω (Α)μού λαχαίνει, μού δίνει η τύχη τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.