εκπίνω

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

ἐκπίνω (Α)
1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.)
2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ' ἐκποθένθ' ὑπό χθονός», Αισχ.)
3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο
4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.)
5. πίνω στην υγεία κάποιου, κάνω πρόποση.