εκπροσωπώ
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
(-έω) (Μ ἐκπροσωπῶ)
αντιπροσωπεύω, ενεργώ εξ ονόματος άλλου
νεοελλ.
είμαι προσωποποίηση μιας ιδεολογίας ή ιδιότητας, εκφράζω χαρακτηριστικά ιδεολογία ή ιδιότητα («εκπροσωπεί τη δικαιοσύνη»).