ελλόγιμος

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐλλόγιμος, -ον)
γνωστός, αξιόλογος για τη μόρφωση του
μσν.- νεοελλ.
ελλόγιμος και (στον υπερθ. βαθμό) ελλογιμώτατος
τιμητική προσφώνηση
αρχ.-μσν.
(για πρόσ.) ευυπόληπτος, διαπρεπής
αρχ.
1. αξιόλογος, ξεχωριστός
2. εύγλωττος
3. λογικός.