εμβέλεια
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Greek Monolingual
η
1. η απόσταση βολής πυροβόλου όπλου
2. «εμβέλεια σωματιδίου» — η απόσταση που διανύει πυρηνικό σωματίδιο μέσα σε δεδομένο υλικό ώσπου να μη μπορεί να προκαλέσει εξιοντισμό
3. «εμβέλεια εκπομπής ραδιοσταθμού ή τηλεόρασης» — η μέγιστη απόσταση στην οποία γίνεται (με κανονικές συνθήκες) λήψη ήχου ή εικόνας από συνήθη δέκτη
4. «εμβέλεια ραντάρ» — η μέγιστη απόσταση στην οποία μπορεί να αποδώσει η ανίχνευση του συστήματος ραντάρ
5. (για πρόσωπα, οργανισμούς, συλλογικά σώματα κ.λπ.) ο χώρος ή το πλήθος τών ανθρώπων στα οποία μπορούν να ασκήσουν επίδραση.