ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἐμφέρω (AM)αναφέρω, περιέχω, περιλαμβάνωαρχ.1. φέρνω μέσα σε κάτι2. εισφέρω, εισάγω3. περιφέρομαι, βρίσκομαι, ζω κάπου4. ενέχομαι5. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐμφερόμενοςο ενδιαφερόμενος, το ενδιαφερόμενο μέρος.