εμφέρω

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

ἐμφέρω (AM)
αναφέρω, περιέχω, περιλαμβάνω
αρχ.
1. φέρνω μέσα σε κάτι
2. εισφέρω, εισάγω
3. περιφέρομαι, βρίσκομαι, ζω κάπου
4. ενέχομαι
5. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐμφερόμενος
ο ενδιαφερόμενος, το ενδιαφερόμενο μέρος.