εναυξάνω

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

ἐναυξάνω (Α)
προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.)
2. παθ. ἐναυξάνομαι
μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι.