ενδέκατος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
και εντέκατος, -η, -ο (AM ενδέκατος, -η, -ον
Μ και ἑντέκατος, -η, -ον)
αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό ένδεκα («ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ»)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ενδεκάτη
α) η ενδέκατη ώρα
β) μουσ. ο ενδέκατος φθόγγος της διατονικής κλίμακας
2. το ουδ. ως ουσ. το ενδέκατο
ενδεκατημόριο
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑνδεκάτη
η ενδέκατη ημέρα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἑνδέκατος
ονομασία μήνα στη Φωκίδα.