εξομαλίζω

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

ἐξομαλίζω (AM)
1. εξομαλύνω
2. σχηματίζω (φράση ή τρόπο συντάξεως) σύμφωνα με τον κανόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλίζω (< ομαλός)].