εξομαλίζω
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
ἐξομαλίζω (AM)
1. εξομαλύνω
2. σχηματίζω (φράση ή τρόπο συντάξεως) σύμφωνα με τον κανόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλίζω (< ομαλός)].