μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
ἐξομαλίζω (AM)1. εξομαλύνω2. σχηματίζω (φράση ή τρόπο συντάξεως) σύμφωνα με τον κανόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλίζω (< ομαλός)].