ἐξομαλίζω

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξομᾰλίζω Medium diacritics: ἐξομαλίζω Low diacritics: εξομαλίζω Capitals: ΕΞΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: exomalízō Transliteration B: exomalizō Transliteration C: eksomalizo Beta Code: e)comali/zw

English (LSJ)

A make quite smooth, πρὸς τὸν κανόνα τὸν λίθινον IG12.373.209; τὴν ῥάχιν Sor.1.102, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.37.9 (Pass.) (also in Med., τὰ σώματα Str.15.1.54); level, τὸν τῆς πόλεως περίβολον J.BJ7.1.1:—Pass., ἔδαφος -ισμένον D.S.2.10.
2 render homogeneous, Hp.Medic.10.
3 smooth away, κακά Babr.60 ad calcem.
II form according to rule, A.D.Synt.310.5 (Pass.), al.

German (Pape)

[Seite 886] ganz ebnen, glätten, Hippocr.; ἔδαφος ἐξωμαλισμένον D. Sic. 2, 10. – Med., σώματα, ihren Leib, Strab. XV p. 709; τοὺς ἀνθρώπους, streicheln, besänftigen.

French (Bailly abrégé)

1 rendre tout à fait uni, aplanir;
2 former régulièrement;
Moy. ἐξομαλίζομαι m. sign.
Étymologie: ἐξ, ὁμαλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξομᾰλίζω: делать (совершенно) гладким, выравнивать (ἔδαφος ἐξωμαλισμένον Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξομᾰλίζω: καθιστῶ τι ἐντελῶς ὁμαλόν, λεῖον, Ἱππ. 28. 21, Βαρβ. 60, ἐν τέλει· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Στράβ. 709. ΙΙ. σχηματίζω κατὰ τὸν κανόνα, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 310.

Greek Monolingual

ἐξομαλίζω (AM)
1. εξομαλύνω
2. σχηματίζω (φράση ή τρόπο συντάξεως) σύμφωνα με τον κανόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλίζω (< ομαλός)].

Greek Monotonic

ἐξομᾰλίζω: μέλ. -σω, εξομαλύνω, λειαίνω, σε Βάβρ.

Middle Liddell

fut. σω
to smooth away, Babr.