επάμερος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek (Liddell-Scott)

επάμερος: ᾱ, ον, Αἰολ. ἀντὶ ἐφήμερος, Πινδ. Π. 8. 135.

Greek Monolingual

ἐπάμερος, -ον και ἐπαμέριος, -ον (Α)
δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος
πρόσκαιρος («ἐπάμεροι
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. του ημέρα].