επέκεινα

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

(AM ἐπέκεινα)
επίρρ. φρ. «το επέκεινα» — ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή
αρχ.-μσν.
1. πέραἐπέκεινα τῶν ἐκβολῶν αὐτοῦ»)
2. (για μελλοντικό χρόνο) από τώρα και μετάἀφίημι ἀπὸ σήμερον καὶ ἐπέκεινα», ΠΔ)
3. (με άρθρο) τὸ ἐπέκεινα
το πέρα μέρος («τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς», Ευρ.)
4. φρ. «οἱ ἐπέκεινα χρόνοι» — οι παλιότεροι χρόνοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επ' εκείνα, που αντιτίθεται προς τη φράση επί + τάδε].