επαναδίπλωση

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπαναδίπλωση)
1. αναδίπλωση, δίπλωμα, πτυχή
2. επανάληψη
3. ρητ. σχήμα κατά το οποίο η ίδια λέξη μπαίνει και στην αρχή και στο τέλος μιας φράσης, αναστροφή
αρχ.
ιατρ. συνδυασμός δύο ειδών πυρετού.