επαναμένω

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204

Greek Monolingual

ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α)
1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες», Ηρόδ.)
2. απλώς, περιμένω κάποιον
και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ' ἐπαμμένει παθεῖν» — ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω, Αισχύλ).