ἐπαμμένω
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
poet. for ἐπαναμένω, A.Pr.605 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 898] poet. = ἐπαναμένω, Aesch. Prom. 608.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἐπαναμένω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαμμένω: Aesch. = ἐπαναμένω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμμένω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐπαναμένω, Αἰσχύλ. Πρ. 605.
Greek Monolingual
ἐπαμμένω (Α)
ποιητ. τ. αντί επαναμένω
περιμένω επιπλέον («ἀλλά μοι τορῶς τεκμήριον ὅ, τι μ' ἐπαμμένει παθεῖν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + μένω.
Greek Monotonic
ἐπαμμένω: ποιητ. αντί ἐπαναμένω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπᾰμοιβᾰδίς, αδϝ. poet. for ἐπαναμένω. Aesch.]