ἐπαναμένω
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
poet. ἐπαμμένω,
A wait longer, Hdt.8.141, Ar.Ec. 790.
II wait for one, τινά Id.Nu.803; ἐ. τινὰ ἐλθεῖν Id.Lys.74: impers., ὅ τι μ' ἐπαμμένει παθεῖν what there is in store for me to suffer, A.Pr.605 (lyr.); οὗ σφιν κακῶν ὕψιστ' ἐπαμμένει παθεῖν Id.Pers.807; τίς ἄρα με πότμος.. ἐπαμμένει; (Herm. for ἐπιμένει) S.OC1718.
German (Pape)
[Seite 900] (s. μένω), 1) noch länger warten; ἐπανέμειναν διατρίβοντες Her. 8, 141; Ar. Eccl. 790. – 2) dabei erwarten; τινά, Ar. Nuh. 804; τὰς γυναῖκας ἐλθεῖν Lys. 74; – bevorstehen, ὅτι μ' ἐπαμμένει παθεῖν Aesch. Prom. 605, vgl. Pers. 807.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπανέμεινα;
attendre longtemps ou patiemment ; • impers. ὅτι μ' ἐπαμμένει poét. παθεῖν ESCHL ce qu'il me reste à souffrir.
Étymologie: ἐπί, ἀναμένω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναμένω: Aesch. ἐπαμμένω (aor. ἐπανέμεινα)
1 выжидать: ἐπανέμειναν οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες Her. афиняне выжидали и тянули (с переговорами);
2 ожидать, ждать: ἐπανάμεινόν μ᾽ ὀλίγον εἰσελθὼν χρόνον Arph. войди и подожди меня немного; impers. ὅ τι μ᾽ ἐπαμμένει παθεῖν Aesch. то, что мне предстоит (еще) выстрадать.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναμένω: ποιητ. ἐπαμμένω, περιμένω ἐπὶ πλέον, Ἡρόδ. 8. 141, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 790. ΙΙ. περιμένω τινά, ἀλλ’ ἐπανάμεινόν μ’ ὀλίγον ὁ αὐτὸς Νεφ. 804· ἐπαν. τινὰ ἐλθεῖν ὁ αὐτὸς ἐν Λυσ. 74· ― ἀπροσ., τί μ’ ἐπαμμένει παθεῖν, τί με περιμένει νὰ πάθω, Αἰσχύλ. Πρ. 605· οὖ σφιν κακῶν ὕψιστ’ ἐπαμμένει παθεῖν ὁ αὐτὸς ἐν Πέρσ. 807· τίς ἄρα με πότμος... ἐπαμμένει; (οὕτως ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ ἐπιμένει) Σοφ. Ο. Κ. 1715.
Greek Monolingual
ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α)
1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες», Ηρόδ.)
2. απλώς, περιμένω κάποιον
και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ' ἐπαμμένει παθεῖν» — ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω, Αισχύλ).
Greek Monotonic
ἐπαναμένω: ποιητ. -αμμένω,
I. περιμένω περισσότερο, σε Ηρόδ.
II. περιμένω κάποιον, τινά, σε Αριστοφ.· απρόσ., τί μ' ἐπαμένει παθεῖν; τί με περιμένει να πάθω; σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. -αμμένω
I. to wait longer, Hdt.
II. to wait for one, τινά Ar.:—impers., τί μ' ἐπαμμένει παθεῖν; what is there in store for me to suffer? Aesch.