επεισχέω

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source

Greek Monolingual

ἐπεισχέω (Α)
1. χύνω κάτι κάπου επί πλέον («ἀθρόον φῶς εἰς τὸν νοῦν ἐπεισέχεε», Φίλ.)
2. παθ. ἐπεισχέομαι (για πλήθος) μπαίνω με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισχέω «χύνω μέσα»].