επεισχέω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

ἐπεισχέω (Α)
1. χύνω κάτι κάπου επί πλέον («ἀθρόον φῶς εἰς τὸν νοῦν ἐπεισέχεε», Φίλ.)
2. παθ. ἐπεισχέομαι (για πλήθος) μπαίνω με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισχέω «χύνω μέσα»].