εισχέω

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

εἰσχέω (Α)
1. χύνω μέσα
2. παθ. (για πρόσ.) χύνομαι ορμητικά, ορμώἐσέχυντο πόλιν»)
3. εισέρχομαι.