ἐπεισχέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
pour in besides, φῶς ἐς νοῦν Ph.1.150; ποιότητας τῇ διανοίᾳ ib.194:—Pass., ib.174, al.; of a crowd, pour in one after another, J.BJ1.18.2, 4.3.3 (v.l. ἐπιχχέω).
German (Pape)
[Seite 912] (s. χέω), noch dazu hineingießen, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισχέω: μέλλ. -χεῶ, = εἰσχέω, ἀθρόον εἰς τὸν νοῦν ἐπεισέχεε Φίλων 1. 150. 25. - Παθ., ἐπὶ πλήθους, εἰσρέω, εἰσορμῶ, τοὺς ἐπεισχεομένους πάντας ἀπ’ εὐνοίας ἥκειν συμμάχους Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 3. - Κατὰ Σουΐδ. «ἐπεισχέω, ἐπεισβάλλω».
Greek Monolingual
ἐπεισχέω (Α)
1. χύνω κάτι κάπου επί πλέον («ἀθρόον φῶς εἰς τὸν νοῦν ἐπεισέχεε», Φίλ.)
2. παθ. ἐπεισχέομαι (για πλήθος) μπαίνω με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισχέω «χύνω μέσα»].