ἐπεισχέω
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
pour in besides, φῶς ἐς νοῦν Ph.1.150; ποιότητας τῇ διανοίᾳ ib.194:—Pass., ib.174, al.; of a crowd, pour in one after another, J.BJ1.18.2, 4.3.3 (v.l. ἐπιχχέω).
German (Pape)
[Seite 912] (s. χέω), noch dazu hineingießen, Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισχέω: μέλλ. -χεῶ, = εἰσχέω, ἀθρόον εἰς τὸν νοῦν ἐπεισέχεε Φίλων 1. 150. 25. - Παθ., ἐπὶ πλήθους, εἰσρέω, εἰσορμῶ, τοὺς ἐπεισχεομένους πάντας ἀπ’ εὐνοίας ἥκειν συμμάχους Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 4. 3, 3. - Κατὰ Σουΐδ. «ἐπεισχέω, ἐπεισβάλλω».
Greek Monolingual
ἐπεισχέω (Α)
1. χύνω κάτι κάπου επί πλέον («ἀθρόον φῶς εἰς τὸν νοῦν ἐπεισέχεε», Φίλ.)
2. παθ. ἐπεισχέομαι (για πλήθος) μπαίνω με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισχέω «χύνω μέσα»].