επικαμπής

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικαμπής) επικάμπτω
καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός
αρχ.
1. ευλύγιστος.
επίρρ...
ἐπικαμπῶς (AM)
καμπυλωτά, κυρτά.