επιλαγχάνω
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
Greek Monolingual
(AM ἐπιλαγχάνω)
νεοελλ.
(η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, -ούσα, -όν
αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών»)
αρχ.-μσν.
κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («το τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε... γῆρας», Σοφ.)
αρχ.
1. κληρώνομαι ως αναπληρωτής κάποιου («οὔτε λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχών», Αισχίν.)
2. παίρνω ως κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λαγχάνω «τυχαίνω»].