επιμάρτυρος

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source

Greek Monolingual

ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α)
εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.)
2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθετο εκ συναρπαγής από την προθετική φράση επί μάρτυρος (κατά το ά-μαρτυρος)].