επισκάπτω

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.