ἐπισκάπτω

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκάπτω Medium diacritics: ἐπισκάπτω Low diacritics: επισκάπτω Capitals: ΕΠΙΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: episkáptō Transliteration B: episkaptō Transliteration C: episkapto Beta Code: e)piska/ptw

English (LSJ)

A dig superficially, AP9.52 (Carph.).
II. harrow in seed, Gp.2.24.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 978] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.

French (Bailly abrégé)

1 creuser la terre à la surface, bêcher;
2 façonner les mottes de terre avec le hoyau.
Étymologie: ἐπί, σκάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκάπτω: (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκάπτω: σκάπτω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ χῶμα πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24.

Greek Monolingual

ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.

Greek Monotonic

ἐπισκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επιφανειακά, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ψω
to dig superficially, Anth.