ερημοποιός
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
ἐρημοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ερήμωση, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -ποιός (< ποιώ].