εσχατοκόλλιον

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

ἐσχατοκόλλιον και ἐσχατόκολλον, τὸ (Α)
το τελευταίο φύλλο που κολλιέται στον κύλινδρο παπύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + θ. κόλλ- του ρ. κολλώ + κατάλ. -ιον].