εσχατοκόλλιον

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek Monolingual

ἐσχατοκόλλιον και ἐσχατόκολλον, τὸ (Α)
το τελευταίο φύλλο που κολλιέται στον κύλινδρο παπύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + θ. κόλλ- του ρ. κολλώ + κατάλ. -ιον].