ἑτερομήτριος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ἑτερομήτριον, born of another mother, Sch.Lyc.19 (ed. Bachm.).
German (Pape)
[Seite 1049] = Folgdm, Schol. Lyc. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερομήτριος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἑτέρας μητρός, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 19· ἑτερομήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, Σχόλ, εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 223.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἑτερομήτριος, -ον)
(για αδέλφια) ετεροθαλής, από τον ίδιο πατέρα αλλά από άλλη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτριος (< μήτρα), πρβλ. ομομήτριος].