ἑτερομήτριος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερομήτριος Medium diacritics: ἑτερομήτριος Low diacritics: ετερομήτριος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΗΤΡΙΟΣ
Transliteration A: heteromḗtrios Transliteration B: heteromētrios Transliteration C: eteromitrios Beta Code: e(teromh/trios

English (LSJ)

ἑτερομήτριον, born of another mother, Sch.Lyc.19 (ed. Bachm.).

German (Pape)

[Seite 1049] = Folgdm, Schol. Lyc. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερομήτριος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἑτέρας μητρός, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 19· ἑτερομήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, Σχόλ, εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 223.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἑτερομήτριος, -ον)
(για αδέλφια) ετεροθαλής, από τον ίδιο πατέρα αλλά από άλλη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτριος (< μήτρα), πρβλ. ομομήτριος].