ετοιμοπαθής
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Greek Monolingual
ἑτοιμοπαθής, -ές (Μ)
ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -παθής (< πάθος), πρβλ. απαθής, ευπαθής].