ευαπάντητος
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
εὐαπάντητος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. ευπροσήγορος, φιλόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απαντητος (< απαντώ), πρβλ. αναπάντητος, δυσαπάντητος].
εὐαπάντητος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. ευπροσήγορος, φιλόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -απαντητος (< απαντώ), πρβλ. αναπάντητος, δυσαπάντητος].