ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ο (Α εὐρύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ)νεοελλ.ονομασία πτηνού της Μαδαγασκάρηςαρχ.(για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. αιγόκερως, βούκερως].