ευρύοπα
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
Greek Monolingual
εὐρύοπα, ὁ (Α)
1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος»)
2. (επίθ. του Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία του τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ. και κλητ. (ευρύοπα Ζευς, ευρύοπα Ζευ). Η λ. ερμηνεύθηκε διττά από τους αρχαίους σχολιαστές: «αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση» ή «αυτός που βλέπει μακριά». Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, το β' συνθετικό του τ. είναι η αιτ. (F)όπα του οψ, οπός
«φωνή» και απαντά ως επίθ. τών κήρυξ και κέλαδος (πρβλ. Βαρυόπᾶς Ζευς). Κατά τη δεύτερη ερμηνεία, το β' συνθετικό της λέξεως συνδέεται με τα όψομαι, όπωπα του ορώ και χαρακτηρίζει τη λ. ήλιος. Πιθανότατα η αρχική σημ. της λέξεως ήταν «αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση» και αποδόθηκε στον Δία, ο οποίος στέλνει τις βροντές και τους κεραυνούς. Αργότερα ίσως η λ. συνδέθηκε με τα όψομαι, όπωπα].