εφαρμόσιμος
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που μπορεί να εφαρμοστεί, ο δεκτικός εφαρμογής
2. μτφ. κατορθωτός, εφικτός, πραγματοποιήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Ελληνικός φιλολογικός σύλλογος Κων/πόλεως].