εφαρμόσιμος
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που μπορεί να εφαρμοστεί, ο δεκτικός εφαρμογής
2. μτφ. κατορθωτός, εφικτός, πραγματοποιήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Ελληνικός φιλολογικός σύλλογος Κων/πόλεως].