εύοικος
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
Greek Monolingual
εὔοικος, -ον (Α)
1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει καλά σπίτια
2. κατάλληλος, ευχάριστος, άνετος για κατοικία («οὐδ' ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν», Οππ.)
3. αυτός που έχει λίγες δαπάνες, ο ολιγοδάπανος («τὰ ἴδια εὐοικότατός τε ἅμα καὶ εὐδαπανώτατος ἐγένετο», Δίων Κάσσ.)
4. αγαθός, ευγενικός προς τους οικέτες, προς τους υπηρέτες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οίκος].