εἰδέω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

German (Pape)

[Seite 723] = εἰδῶ, conj. zu οἶδα.

French (Bailly abrégé)

sbj. pf.2 épq. de *εἴδω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. subj. εἰδέω Od.16.236 (cód.); dór. fut. ἰδησῶ Theoc.3.37]
1 saber, conocer c. ac. abstr. Ἥρη, μὴ δὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Hera, no esperes conocer todos mis propósitos, Il.1.546, βουλάς τ' ἀθανάτων εἰδήσετε h.Ap.484, cf. h.Merc.466, τὸ δὲ θέλεις ἐκμαθεῖν, εἰδήσεις Hdt.7.234, ἐς τὸ εἰδῆσαι τὰ ἀπ' αὐτέης τῆς φύσιος ποιεύμενα Hp.Decent.4, cf. Acut.(Sp.) 22, τὴν ... τούτων χρείαν ῥᾳδίως εἰδήσεις Isoc.1.44, εἰδήσομεν ἃ χρὴ πράττειν Aeschin.Ep.11.8, τὸ ἀκριβές Arist.Pr.921b26, c. interr. indir. εἰδήσεις ... ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαὶ καὶ κοῦροι ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od.7.327, εἰδησέμεν ὅσσοι ἄριστοι Od.6.257, cf. 16.236, εἰδήσω καὶ τῶν ὅντιν' ἔχουσι νόον c. ac. prolép. voy a conocer también cuáles son sus sentimientos Thgn.814, εἰδήσει ᾗ ἡμέρῃ ἔλαβεν πρὸς ἑωυτήν Hp.Genit.5, ἀλλ' εἰδήσομεν ἐὰν μὴ πρὸς τὸ αὐτὸ τὸν λόγον ποιῆται ὁ ἐρωτῶν Arist.Top.108a28, εἰδῆσαι, εἰ ὀρθῶς λέγω Thphr.Char.proem.4, ὅπως εἰδήσομεν τί ἐστι σκοπεῖσθαι δεῖ Arist.MM 1182a4, ἀναγκαῖον μὲν ... εἰδῆσαι τί ἐστιν ἀρετή Arist.MM 1182a8
enterarse, darse cuenta c. compl. sobrentendido οὕτως ... οὔτε ἄλλος οὔτε ὁ φέρων εἰδήσει al enviar mensajes secretos, Aen.Tact.31.5.
2 ver c. ac. de pers. o anim. ἆρά γ' ἰδησῶ αὐτάν; Theoc.l.c., c. ὅτι: εἰδήσεις, ναῦς ὅτι κοινότατον verás que la nave es común, e.e., trabaja para ambos (ref. a Afrodita y al oferente de la nave) AP 9.601.

Russian (Dvoretsky)

εἰδέω: эп. = είδῶ.