εἰσανεῖδον
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
look up to, οὐρανὸν εἰσανιδών Il.16.232,24.307.
French (Bailly abrégé)
lever les yeux vers.
Étymologie: εἰς, ἀνοράω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσανεῖδον: aor. (только part. εἰσανιδών) взглянуть вверх, посмотреть (οὐρανόν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσανεῖδον: εἶδον πρός, οὐρανὸν εἰσανειδὼν Ἰλ. Π. 232, πρβλ. Ω. 307.
Greek Monotonic
εἰσανεῖδον: αόρ. βʹ (βλ. εἴδω), σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω ψηλά, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.